
Μια τέτοια εικόνα αποτελεί τον εφιάλτη κάθε μητέρας. Στα δικά μου μάτια όμως, όταν το κουταλάκι γεμίζει απο έτοιμες κρέμες είναι ίσως καλύτερη απόδειξη πως τα μωρά μας δεν συμβιβάζονται με τροφές που δεν ενεργοποιούν όλες τους τισ αισθήσεις και φυσικά τροφές που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου μετάβασης από τον αποκλειστικό θηλασμό στην αντικατάσταση γευμάτων θηλασμού από στερεές τροφές, τα βρέφη σταδιακά καταναλώνουν τρόφιμα μέχρι να αντικαταστήσουν πλήρως το μητρικό γάλα. Τα παιδιά με σωστή εισαγωγή τροφίμων θα είναι ικανά να καταναλώνουν τα γεύματα που καταναλώνει η υπόλοιπη οικογένεια, τα οποία από την ηλικία του ενός έτους και μετά δεν χρειάζεται πλέον να τροποποιηθούν για να καλύψουν τις ειδικές τους ανάγκες.
Η ηλικία κατά την οποία εισάγονται τα μεταβατικά τρόφιμα είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος χρόνος στην ανάπτυξη των βρεφών. Η δίαιτα υφίσταται την πιο ριζική αλλαγή της. Από το μοναδικό τρόφιμο (μητρικό γάλα), με το λίπος ως την κύρια πηγή ενέργειας, σε μία δίαιτα στην οποία απαιτείται μια αυξανόμενη ποικιλία τροφίμων για την κάλυψη των θρεπτικών αναγκών. Αυτή η μετάβαση συνδέεται όχι μόνο με την αύξηση και την αλλαγή των απαιτήσεων των θρεπτικών συστατικών, αλλά και με την ταχεία ανάπτυξη, τον φυσιολογικό κορεσμό και την ανάπτυξη του βρέφους.
Η κακή διατροφή και οι μη ενδεδειγμένες πρακτικές διατροφής στη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο της παρακμής της ανάπτυξης και των διατροφικών ελλείψεων, ιδιαίτερα του σιδήρου, καθώς επίσης μπορεί να έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία και την ψυχική ανάπτυξη. (Kim Fleischer Michaelsen, 2000)
Ποιες είναι οι ανάγκες ενός βρέφους;
Η κατανάλωση πρόσθετων σακχάρων θα πρέπει να περιοριστεί σε περίπου 10% της συνολικής κατανάλωσης, επειδή η υψηλή πρόσληψη μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την κατάσταση των μικροθρεπτικών συστατικών. Η συμπληρωματική σίτιση πρέπει να είναι μια διαδικασία εισαγωγής τροφίμων με μια αυξανόμενη ποικιλία υφής, γεύσης, αρώματος και εμφάνισης, ενώ διατηρείται ο θηλασμός.
Η ανεπάρκεια σιδήρου σε βρέφη και μικρά παιδιά είναι ευρέως διαδεδομένη και έχει σοβαρές συνέπειες για την υγεία των παιδιών. Θα πρέπει λοιπόν να δίνεται υψηλή προτεραιότητα στην πρόληψη της ανεπάρκειας σιδήρου. Όταν εισάγονται τα συμπληρωματικά τρόφιμα σε ηλικία περίπου 6 μηνών, είναι σημαντικό να συμπεριλαμβάνονται τρόφιμα πλούσια σε σίδηρο, όπως το συκώτι, το κρέας, τα ψάρια και τα όσπρια. (Kim Fleischer Michaelsen, 2000) Δεν υπάρχει ανάγκη γενικής συμπλήρωσης σιδήρου για υγιή βρέφη (όσον αφορά την Ευρώπη) και μικρά παιδιά με κανονικό βάρος γέννησης. (Magnus Domellof, 2014)
Πότε μπήκε στις ζωές μας το ρυζάλευρο και τι επιπτώσεις είχε αυτό;
Η γεωργική επανάσταση προκάλεσε μια βαθιά αλλαγή στις ανθρώπινες δίαιτες. Πιο αξιοσημείωτη ήταν η μετατόπιση σε κόκκους δημητριακών όπως ο σίτος, το ρύζι και ο αραβόσιτος για να παρασχεθεί ένα μεγάλο μέρος της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης. Αυτή η αλλαγή συνοδεύτηκε από επιδείνωση της διατροφικής κατάστασης στους περισσότερους πληθυσμούς, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του ύψους των ενηλίκων.
Για τα βρέφη, η μετάβαση σε δίαιτες με βάση μόνο τα δημητριακά θα ήταν ιδιαίτερα προβληματική για διάφορους λόγους. Πρώτον, ο χυλός που παρασκευάζεται από άλευρα δημητριακών τείνει να έχει πολύ χαμηλή ενεργειακή πυκνότητα, οπότε το παιδί πρέπει να καταναλώνει πολύ μεγάλο όγκο για να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες. Η χωρητικότητα του στομάχου του παιδιού περιορίζει το ποσό της τροφής που μπορεί να καταναλωθεί σε μία μόνο φορά. Έτσι, αν η συχνότητα γεύματος είναι χαμηλή, ο υψηλός όγκος των σιτηρών που θα πρέπει να καταναλωθεί είναι ένας περιοριστικός παράγοντας.
Δεύτερον, αν το βρέφος καταναλώνει μια τυπική ποσότητα χυλού (100 - 200 kcal/ημέρα), οι ποσότητες άλλων τροφών πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά που μπορούν να καταναλωθούν είναι περιορισμένες επειδή οι συνολικές ανάγκες ενέργειας από συμπληρωματικά τρόφιμα είναι μόνο 200 - 300 kcal/ημέρα.
Τέλος, η αναστολή της απορρόφησης του σιδήρου και του ψευδαργύρου, σε φυτικές δίαιτες με βάση τα δημητριακά και τα λαχανικά, έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία για τα βρέφη παρά για τα μεγαλύτερα παιδιά και τους ενήλικες επειδή οι ανάγκες σε σίδηρο και ψευδάργυρο είναι πολύ υψηλές κατά τη βρεφική ηλικία. (Dewey, 2013)
Είναι το ρυζάλευρο η κατάλληλη τροφή έτσι ώστε να προετοιμάσει το στομάχι ενός βρέφους;
Η ικανότητα κατανάλωσης «στερεών» τροφών προϋποθέτει την ωρίμανση των νευρομυϊκών, πεπτικών, νεφρικών και αμυντικών συστημάτων.
Η έκκριση των γαστρικών, εντερικών και παγκρεατικών πεπτικών ενζύμων στα νεαρά βρέφη δεν έχουν αναπτυχθεί στα ίδια επίπεδα με αυτά των ενηλίκων. Παρόλα αυτά, το βρέφος έχει τη δυνατότητα να χωνεύει και να απορροφά τα θρεπτικά συστατικά του ανθρώπινου γάλακτος πλήρως και αποτελεσματικά.
Κατά την πρώιμη βρεφική ηλικία η έκκριση των χολικών αλάτων είναι μόνο οριακά επαρκής για να επιτρέψει τον σχηματισμό μικκυλίων και η αποτελεσματικότητα της απορρόφησης λίπους είναι χαμηλότερη από ότι στην παιδική ηλικία. Η λιπάση που διεγείρεται από το χολικό άλας, το οποίο υπάρχει στο γάλα του μαστού αλλά δεν βρίσκεται στις εμπορικές φόρμουλες, μπορεί εν μέρει να αντισταθμίσει αυτή την ανεπάρκεια.
Η μικροχλωρίδα του εντέρου αλλάζει με την ηλικία και σε σχέση με το αν το βρέφος είναι θηλασμένο με τροφή ή χωρίς. Με τη συνήθη διατροφή των βρεφών που εισάγονται στην οικογένεια των 6 μηνών, το πεπτικό σύστημα είναι αρκετά ώριμο για να αφομοιώσει αποτελεσματικά το άμυλο, συνεπώς δεν χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί ρυζάλευρο το οποίο έχει υποστεί και περαιτέρω επεξεργασία. (Kim Fleischer Michaelsen, 2000)
Τι ενδείκνυται και τι όχι, για την πρώτη τροφή ενός βρέφους;
Ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας προτείνει τα εξής παραδείγματα τροφών:
4-7 μηνών: Λαχανικά (π.χ. καρότο) ή φρούτα (π.χ. μπανάνα) πουρέ πατάτας, χωρίς δημητριακά «χωρίς γλουτένη» (π.χ. ρύζι), καλά μαγειρεμένο πουρέ και κρέας
7-12 μηνών: Καλά μαγειρεμένο και σε πολύ μικρά κομματάκια - συκώτι και κρέας, μαγειρεμένα λαχανικά και φρούτα σε μορφή πουρέ χωρίς καθόλου πρόσθετη ζάχαρη, ψιλοκομμένα ωμά φρούτα και λαχανικά (π.χ. μπανάνα, πεπόνι, ντομάτα), δημητριακά (π.χ. σιτάρι, βρώμη) και ψωμί
12-24 μηνών: Φαγητά που καταναλώνει και η υπόλοιπη οικογένεια
(Kim Fleischer Michaelsen, 2000)
Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής αναφέρει:
Στα βρέφη θα πρέπει να προσφέρεται μια ποικίλη διατροφή, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων με διαφορετικές γεύσεις και υφές, καθώς και των πράσινων λαχανικών με πικρή γεύση.
Για να μειωθεί η έκθεση στο ανόργανο αρσενικό, το οποίο θεωρείται καρκινογόνο πρώτου επιπέδου, η επιτροπή συνέστησε ότι τα παράγωγα ρυζιού δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για βρέφη και μικρά παιδιά. (Δες το πρώτο μέρος του άρθρου για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το θέμα)
Το αλάτι και η ζάχαρη δεν πρέπει να προστίθενται στα τρόφιμα και πρέπει να ελαχιστοποιείται η πρόσληψη ελεύθερων σακχάρων (τα σάκχαρα που προστίθενται στα τρόφιμα και τα ποτά από τον παρασκευαστή, τον μάγειρα ή τον καταναλωτή και τα σάκχαρα που απαντώνται φυσικά στα σιρόπια και στους χυμούς φρούτων). (Mary Fewtrell, 2017)
Τι εμπεριέχεται στο ρυζάλευρο;
Ρυζάλευρο γνωστής εταιρείας έχει τα εξής διατροφικά χαρακτηριστικά:
Όπως μπορείτε να δείτε το προϊόν αυτό περιέχει 29 γραμμάρια σακχάρων (στα 100 ml) που σημαίνει περίπου 2 κουταλιές της σούπας ζάχαρη.
Η ακατάλληλη εισαγωγή γλυκαντικών στερεών και υγρών (εκτός του γάλακτος) αυξάνει τον κίνδυνο του νεογέννητου για μεταγενέστερη παχυσαρκία και μπορεί να αποθαρρύνει την αποδοχή τροφίμων με πικρή ή ξινή γεύση. Μελέτες έχουν δείξει ότι έως και 60% των βρεφών εισάγονται σε τρόφιμα και ποτά που περιέχουν πρόσθετα σάκχαρα, μια σημαντική απειλή για την ποιότητα της διατροφής. (Murray, 2017)
Εγκυμονούν άλλοι κίνδυνοι από την κατανάλωση ρυζάλευρου;
Οι αφλατοξίνες είναι καρκινογόνες για τον άνθρωπο και η δεσοξυνιβαλενόλη προκαλεί πεπτικές διαταραχές. Και οι δύο μυκοτοξίνες εμφανίζονται συχνά σε τροφές με βάση τα δημητριακά. Χρησιμοποιήθηκαν 60 δείγματα βρεφικών δημητριακών (βασισμένα σε σιτάρι, καλαμπόκι, ρύζι, βρώμη και μεικτά σιτηρά) κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 2 ετών και αναλύθηκαν με επικυρωμένες μεθόδους. Οι αφλατοξίνες ανιχνεύθηκαν σε 12 δείγματα (20%), έξι εκ των οποίων υπερέβαιναν το ανώτατο όριο της ΕΕ για την αφλατοξίνη B1 που ορίστηκε στα 0,10 g / kg. Η δεσοξυνιβαλενόλη εμφανίστηκε στο 20% των δειγμάτων των παιδικών τροφών, με ένα δείγμα να υπερβαίνει το ανώτατο όριο της ΕΕ που καθορίστηκε στα 200 g / kg.
Όλα τα προϊόντα δημητριακών που χρησιμοποιούνται ως συστατικά σε παιδικές τροφές είναι ευαίσθητα στις προαναφερθείσες μυκοτοξίνες. Η μόλυνση με αφλατοξίνες συνδέεται κυρίως με την παρουσία ρυζιού και καλαμποκιού. Σύμφωνα με την βιβλιογραφία, αυτοί οι κόκκοι δημητριακών συχνά εμπλέκονται σε μόλυνση αφλατοξινών. (Marta Herrera, 2019)
Έχει επίσης, προηγουμένως βρεθεί σύνδεση μεταξύ έτοιμης σκόνης για βρέφη και της μετάδοσης διαφόρων βακτηριακών παθογόνων στα βρέφη, με αποτέλεσμα απειλητικές για τη ζωή ασθένειες και το θάνατο. Τα βακτήρια Salmonella Typhi και Shigella dysenteriae μπορούν να παραμείνουν βιώσιμα για παρατεταμένες χρονικές περιόδους σε έτοιμες σκόνες για βρέφη. (James B. Day, 2011)
Τα τελευταία χρόνια έχουν αναφερθεί τουλάχιστον έξι περιπτώσεις μόλυνσης από Salmonella σε βρέφη που έχουν συνδεθεί με την κατανάλωση έτοιμης βρεφικής σκόνης. (Sarah M. Cahill, 2008)
Συνοψίζοντας…
Το ρυζάλευρο, δεν αποτελεί την πιο υγιεινή επιλογή ως την πρώτη τροφή ενός βρέφους, μετά το μητρικό γάλα, γιατί δεν είναι ένα φυσικό τρόφιμο. Έχει υποστεί πολλή επεξεργασία (όπως και όλες οι έτοιμες βρεφικές τροφές) πράγμα που σημαίνει πως τα συστατικά του τροφίμου έχουν αλλοιωθεί και ίσως επιμολυνθεί. Προστίθενται στο ήδη επεξεργασμένο τρόφιμο πολλά πρόσθετα, γλυκαντικές ουσίες και συντηρητικά έτσι ώστε να αυξηθεί η διάρκεια ζωής του «τροφίμου» στο ράφι.
Επιπροσθέτως, το βρέφος δεν έρχεται σε επαφή με διαφορετικές υφές και γεύσεις όπως συστήνουν οι περισσότεροι οργανισμοί και έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει παχύσαρκο λόγω της μονόπλευρης έκθεσής του σε γλυκές γεύσεις.
Τέλος, η βιοδιαθεσιμότητα του σιδήρου και άλλων ιχνοστοιχείων και βιταμινών του ρυζάλευρου δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή των φυσικών τροφίμων που καταναλώνει και η υπόλοιπη οικογένεια.
Βιβλιογραφία
1. Dewey, K. G. (2013, July). The Challenge of Meeting Nutrient Needs of Infants and Young Children during the Period of Complementary Feeding: An Evolutionary Perspective. The Journal of Nutrition.
2. James B. Day, e. a. (2011). Survival of Salmonella Typhi and Shigella dysenteriae in Dehydrated Infant Formula. Journal of Food Science.
3. Kim Fleischer Michaelsen, e. a. (2000). Feeding and nutrition of infants and young children. WHO.
4. Magnus Domellof, e. a. (2014, January). Iron Requirements of Infants and Toddlers. JPGN.
5. Marta Herrera, e. a. (2019). Occurrence and Exposure Assessment of Aflatoxins and Deoxynivalenol in Cereal-Based Baby Foods for Infants. Toxins.
6. Mary Fewtrell, e. a. (2017, January). Complementary Feeding: A Position Paper by the European Society for Paediatric Gastroenterology, Hepatology, and Nutrition (ESPGHAN) Committee on Nutrition. JPGN.
7. Murray, R. D. (2017). Savoring Sweet: Sugars in Infant and Toddler Feeding. Ann Nutr Metab.
8. Sarah M. Cahill, e. a. (2008). Powdered Infant Formula as a Source of Salmonella Infection in Infants. Clinical Infectious Diseases.